ποντιφικός

ποντιφικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποντίφηκα («ποντιφική βίβλος» — συλλογή βιογραφιών τών παπών τού Μεσαίωνα η οποία γράφηκε από πολλά άτομα και αποτελεί αξιόλογη πηγή ιστορικών πληροφοριών, εκτός από ορισμένες μυθώδεις διηγήσεις).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποντίφικας. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποντιφικός — ή, ό ο παπικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”